- αλαφρός
- η , ο1) см. αλαφρύς 1; 2) легкомысленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… … Dictionary of Greek
αλαφρός — ή, ό βλ. ελαφρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλαφρός, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Γλυνίτσα της Λοκρίδας. Αγωνίστηκε στην Υπάτη, στα Βασιλικά Στυλίδας, στην Αγία Μαρίνα και στην Άμπλιανη. Επανειλημμένα τραυματίστηκε και διακρίθηκε αργότερα στην εκστρατεία του Γεωργίου Καραϊσκάκη … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αλαφράδα — η [αλαφρός] 1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα 2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία … Dictionary of Greek
αλαφρίτης — ο [αλαφρός] στρατιώτης τού πεζικού … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου … Dictionary of Greek
αλαφρούτσικος — η, ο [αλαφρός] ο ελαφρούτσικος* … Dictionary of Greek
αλαφρωμάρα — η [αλαφρός] αλαφρομυαλιά, ανοησία … Dictionary of Greek
αλαφρωπός — ή, ό ο αλαφρούτσικος, ο χαζούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρός + υποκορ. κατάλ. ωπός] … Dictionary of Greek